αρχεγόνιο

αρχεγόνιο
Το θηλυκό πολλαπλασιαστικό όργανο (γαμετάγγειο, αντίστοιχο του ανθηριδίου, που είναι το αρσενικό) των βρυοφύτων, πτεριδοφύτων και μερικών γυμνοσπέρμων. Σε αυτό περιέχεται το ωοκύτταρο που θα γονιμοποιηθεί από τον άρρενα γαμέτη, το ανθηροζωίδιο. Ανάλογο με το α. γαμετάγγειο είναι το ωογόνιο, που απαντάται στα φύκη. Το α. είναι πολυκύτταρο ενώ το ωογόνιο είναι μονοκύτταρο. Στα βρυόφυτα το α. έχει σχήμα μικροσκοπικής φιάλης, της οποίας το εξογκωμένο κάτω μέρος ονομάζεται κοιλία και το λεπτυνόμενο άνω μέρος ονομάζεται λαιμός. Τα τοιχώματα του α. περικλείουν στο βάθος το ωοκύτταρο και το κύτταρο του αγωγού της κοιλίας, ενώ προς τα πάνω είναι διατεταγμένα 4 έως 15 κύτταρα του αγωγού του λαιμού, τα οποία καταλήγουν σε άνοιγμα στην κορυφή, σε τρόπο ώστε μέσω του ελεύθερου αγωγού να μπορούν να περάσουν τα ανθηροζωίδια, για να πραγματοποιήσουν τη γονιμοποίηση. Ο λαιμός πριν ακόμα ωριμάσει το α. είναι σκεπασμένος από 4 κύτταρα, τα οποία αργότερα ανοίγουν ή αποπίπτουν. Όλα τα κύτταρα του α. των βρυοφύτων προέρχονται από ένα αρχικό αρχεγονιακό κύτταρο. Στα πτεριδόφυτα το α. είναι παρόμοιο, με ελαττωμένα όμως τα κύτταρα του λαιμού, τα οποία στα γυμνόσπερμα είναι ακόμα λιγότερα. Στα βρυόφυτα, το αρχεγόνιο έχει σχήμα μικροσκοπικής φιάλης. (φωτ. BBP)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανθηρίδιο — Αρσενικό όργανο πολλαπλασιασμού (το αντίστοιχο θηλυκό λέγεται αρχεγόνιο) των πτεριδόφυτων (φτέρες, εκουίζετα κλπ.), των βρυόφυτων (βρύα και ηπατικά) και των ανώτερων μυκήτων και φυκιών. Μέσα στο α., που αποτελεί τμήμα του γαμετόφυτου,… …   Dictionary of Greek

  • βρυόφυτα — Φυτά γνωστά ως βρύα ή μούσκλια, που συγκροτούν μια υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου και περιλαμβάνουν τα φυλλόβρυα, τα ηπατικά και τα ανθοκεροτά. Είναι φυτά κρυπτόγαμα, πράσινα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την απουσία τυπικών λουλουδιών, καρπών… …   Dictionary of Greek

  • εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”